4/11/11

Η αρχαιολογία και το βιβλίο της Γένεσης

Εδώ και έναν αιώνα ο Κάρολος Δαρβίνος (Charles Darwin) ανέπτυξε μια εναλλακτική θεωρία για τη βιβλική περιγραφή της δημιουργίας. Την ίδια περίπου εποχή, ο Καρλ Μαρξ (Karl Marx) χρησιμοποίησε τη θεωρία του υλισμού, η οποία δίδασκε ότι η ύλη πάντοτε υπήρχε και δεν χρειάζεται Δημιουργό. Αυτή η θεωρία εφοδίασε τους οπαδούς του με μια εναλλακτική πίστη αντί της πίστης στον Θεό. Έπειτα, η φιλολογική κριτική εστίασε το βλέμμα της πάνω στη Βίβλο και σιγά-σιγά άρχισε την προσπάθεια της διάσπασής της. Οι κριτικοί των Γραφών ισχυρίζονταν ότι η Βίβλος είναι γεμάτη με μύθους και ότι είναι πολύ νεότερης προέλευσης απ’ ό,τι η ίδια ισχυρίζεται.

Όπως ένας λόγιος εξηγεί, ο άνθρωπος άρχισε να θεωρεί τον εαυτό του, και όχι τον Θεό, κέντρο του σύμπαντος. «Η θεωρία της εξέλιξης είχε σαγηνεύσει τη διανόηση της εποχής εκείνης και θεωρείτο ότι προμήθευε το καλύτερο κλειδί για την κατανόηση της ιστορίας καθώς και της φύσης. Η θρησκεία συζητιόταν μόνον από την άποψη των υποκειμενικών της ωφελειών προς τον άνθρωπο. Κάθε πιθανότητα ειδικής αποκάλυψης από έναν προσωπικό Θεό απορριπτόταν, και η θρησκευτική πλευρά του ανθρώπου ερμηνευόταν ως μία φυσική διαδικασία... Κατέληξαν στο ότι η θρησκεία του Ισραήλ πρέπει να είχε αναπτυχθεί με παρόμοιο τρόπο».[1]

Όταν πρόβαλε ο 20ος αιώνας, η παλίρροια της κριτικής διάβρωσε την πίστη στην κυριολεκτική αλήθεια των Bιβλικών περιγραφών. Μετά ήρθε μια σειρά από αξιοσημείωτες αρχαιολογικές ανακαλύψεις. Η αρχαιολογία ξεκίνησε τον 19ο αιώνα αλλά έφτασε σε πλήρη ισχύ τον 20ο αιώνα. Οι κριτικοί της ιστορικής ακρίβειας της Βίβλου ήρθαν αντιμέτωποι με φυσικές αποδείξεις που μαρτυρούσαν την αλήθεια ορισμένων Bιβλικών περιγραφών.

Όπως σχολιάζει ο συγγραφέας John Elder, η μελέτη της αρχαιολογίας είχε μεγάλη σχέση με το ότι «έγειρε η ζυγαριά», στο νου πολλών ανθρώπων, υπέρ της Bιβλικής αξιοπιστίας. «Σιγά - σιγά, η μια πόλη μετά την άλλη, ο ένας πολιτισμός μετά τον άλλο, η μια κουλτούρα μετά την άλλη, οι μνήμες των οποίων είχαν καταγραφεί μόνο στη Βίβλο, αποκαταστάθηκαν στις κατάλληλες θέσεις τους μέσα στην αρχαία ιστορία, μέσω των μελετών των αρχαιολόγων... Πουθενά η αρχαιολογία δεν έχει αρνηθεί τη Βίβλο ως ιστορία».[2]

Εδώ θα δούμε μερικές από τις πιο εκπληκτικές ανακαλύψεις των τελευταίων δύο αιώνων και θα δείξουμε ότι οι φυσικές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν πλευρές της Βιβλικής καταγραφής.

Όταν ο Λουκάς έγραψε το Ευαγγέλιο που φέρνει το όνομά του, παρέθεσε με προσοχή τις μαρτυρίες χάριν της ιστορικότητας του Ιησού Χριστού και των θαυμάτων του, περιλαμβανόμενης της ανάστασής του. Ήθελε η περιγραφή του να ικανοποιεί την εξονυχιστική έρευνα εκείνων που αμφέβαλλαν. Ο Λουκάς είπε ότι ήθελε να γράψει μια ακριβή περιγραφή (Λουκάς 1:1-4) έτσι ώστε οι αναγνώστες του να μπορούσαν «να γνωρίζουν τη βεβαιότητα των πραγμάτων για τα οποία κατηχήθηκαν». Μετά, προχωράει στην περιγραφή του προσθέτοντας ιστορικές αναφορές, αναφέροντας για παράδειγμα, τους σύγχρονους κυβερνήτες της Ιουδαίας και τον Ρωμαίο αυτοκράτορα (1:5, 2:1).

Εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των αρχαιολογικών ανακαλύψεων, δεν μπορούμε να εξετάσουμε εδώ όλα τα ευρήματα. Θα συζητήσουμε, ωστόσο, μερικά από τα κυριότερα ευρήματα τα οποία επιβεβαιώνουν τμήματα του Βιβλικού αρχείου της Γένεσης.

Η «ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥ»
Οι σφραγίδες χρησιμοποιούσαν μερικές από τις αρχαιότερες μορφές γραφής και χρησίμευαν για να πιστοποιούν έγγραφα, να δείχνουν εξουσία και, περιστασιακά, ως φυλαχτά. Οι αρχαιότερες σφραγίδες φτιάχνονταν από πηλό πάνω στον οποίο χαράζονταν σχήματα ή γράμματα, και με τον καιρό σκλήραιναν ή ψήνονταν στη φωτιά όταν καιγόταν μια πόλη. Εφόσον ήταν φτιαγμένες από πηλό, μπόρεσαν να επιβιώσουν πολύ περισσότερο από τα αρχεία που είχαν γραφεί πάνω σε πάπυρους ή υφάσματα.

Η χρονολόγηση που έκαναν οι αρχαιολόγοι για μερικές σφραγίδες έχει βρεθεί ότι είναι ηλικίας μεγαλύτερης των 5.000 χρόνων. Είναι ανάμεσα στα λίγα υλικά που επέζησαν και τα οποία μας δίνουν μια στερεή εικόνα των πεποιθήσεων των ανθρώπων στην αυγή του πολιτισμού. Έχουν αποκρυπτογραφηθεί σφραγίδες που πιστοποιούν ορισμένες Βιβλικές περιγραφές, συμπεριλαμβανόμενων και αυτών της Γένεσης.

Τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου της Γένεσης καλύπτουν την ιστορία της δημιουργίας των ανθρώπων και του πειρασμού που παρακίνησε τον Αδάμ να αμαρτήσει. Ο Θεός είχε δώσει στον Αδάμ ορισμένους νόμους να τηρεί και εξήγησε τις συνέπειες της ανυπακοής. «Και ο ΚΥΡΙΟΣ ο Θεός έδωσε προσταγή στον Αδάμ, λέγοντας: Από κάθε δέντρο του παραδείσου θα τρως ελεύθερα, από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, όμως, δεν θα φας απ’ αυτό, επειδή, την ίδια ημέρα που θα φας απ’ αυτό, θα πεθάνεις οπωσδήποτε» (Γένεση 2:16-17).

Η Γένεση περιγράφει τον Σατανά, να επηρεάζει την Εύα κι αυτή με τη σειρά της τον σύζυγό της, τον Αδάμ, στο να παρακούσουν τον Δημιουργό τους. Ο Θεός τους είχε πει ότι αν έτρωγαν από το δέντρο θα πέθαιναν, αλλά το φίδι είπε στην Εύα. «Σίγουρα δεν θα πεθάνετε». Έτσι η Εύα πήρε από τον καρπό, τον οποίο βρήκε ευχάριστο, και μετά τον πρόσφερε στον σύζυγό της, «και αυτός έφαγε» (Γένεση 3:1-6).

Μήπως αυτή η περιγραφή είναι ένας μύθος; Πολλοί κριτικοί το πιστεύουν. Όμως η αρχαιολογία έχει ανασκάψει, όχι στη γη του βιβλικού Ισραήλ, αλλά στη Σουμερία, την τοποθεσία του αρχαιότερου γνωστού πολιτισμού, μια σφραγίδα που περιγράφει αυτήν την ίδια ακολουθία γεγονότων που περιγράφονται στο βιβλίο της Γένεσης. Αυτό το εύρημα, γνωστό ως η «Σφραγίδα του Πειρασμού», βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο. Χρονολογείται από την τρίτη χιλιετηρίδα π.Χ., περίπου 5.000 χρόνια πριν από την εποχή μας. Αυτό το χειροτέχνημα δείχνει έναν άνδρα και μια γυναίκα να κοιτάζουν ένα δέντρο, και πίσω από τη γυναίκα βρίσκεται ένα φίδι. Και ο άνδρας και η γυναίκα απλώνουν τα χέρια τους προς το δέντρο.

Η περιγραφή του πειρασμού στη Γένεση θεωρείτο από τους κριτικούς ότι ήταν μία επινόηση των Εβραίων συγγραφέων, ωστόσο αυτή η γλαφυρή περιγραφή των γεγονότων που δίνεται στη Γένεση υπήρχε χιλιάδες χρόνια πριν από την εποχή που οι κριτικοί θεωρούν ότι γράφτηκε η Γένεση. Η «Σφραγίδα του Πειρασμού», ένα από τα αρχαιότερα αρχεία του ανθρώπινου πολιτισμού που επέζησαν, δείχνει ότι οι αρχαιότεροι άνθρωποι ήξεραν τις βασικές λεπτομέρειες της ιστορίας της πτώσης των πρωτόπλαστων, και βέβαια όχι από το γραπτό αρχείο του βιβλίου της Γένεσης.

Η ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΑΔΑΜ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΑΣ
Μια άλλη Σουμεριακή σφραγίδα, που χρονολογείται γύρω στο 3500 π.Χ., και βρίσκεται τώρα στο μουσείο του Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας (ΗΠΑ), δείχνει γεγονότα που έλαβαν χώρα αφότου ο άνδρας και η γυναίκα έφαγαν τον απαγορευμένο καρπό. Αυτή η σφραγίδα παριστάνει τις γυμνές μορφές ενός άνδρα και μιας γυναίκας, που σκυμμένοι ταπεινά οδηγούνται έξω, ακολουθούμενοι από ένα φίδι. Κι αυτή η σφραγίδα λοιπόν παριστάνει την ιστορία της εκδίωξης από τον Κήπο της Εδέμ: «Γι’ αυτό ο ΚΥΡΙΟΣ ο Θεός τον [Αδάμ] έβγαλε έξω από τον παράδεισο της Εδέμ, για να εργάζεται τη γη από την οποία πάρθηκε» (Γένεση 3:23).

Είναι δύσκολο να εξηγήσουμε τι κάνουν οι τρεις μορφές, που είναι χαραγμένες σε μια σφραγίδα που χρονολογείται από τις αρχές της ανθρώπινης ιστορίας, αν το χειροτέχνημα αυτό δεν είναι μια άλλη μορφή της διήγησης της Γένεσης.

ΤΑ ΕΠΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΥ
«Και τα ύδατα υπερδυνάμωναν σε υπερβολικό βαθμό επάνω στη γη, και σκεπάστηκαν όλα τα ψηλά βουνά... και πέθανε κάθε κινούμενη σάρκα επάνω στη γη» (Γένεση 7:19,21).

Μια από τις πιο αμφισβητούμενες περιγραφές της Βίβλου είναι ο κατακλυσμός της εποχής του Νώε. Εδώ κι έναν αιώνα οι κριτικοί θεωρούσαν τον κατακλυσμό έναν από τους πιο φανταστικούς Βιβλικούς μύθους. Ωστόσο, τον αιώνα που ακολούθησε η αρχαιολογική σκαπάνη έχει αποκαλύψει περιγραφές του κατακλυσμού από τους αρχαιότερους πολιτισμούς.

Ένα από τα πιο εκπληκτικά ευρήματα είναι το «Έπος του Γιλγαμές», που βρέθηκε χαραγμένο πάνω σε πήλινες πλάκες από τον Τζωρτζ Σμιθ και μεταφέρθηκε το 1872 στο Βρετανικό Μουσείο. Οι πλάκες διηγούνται τον Κατακλυσμό από την άποψη των αρχαίων Βαβυλώνιων. Μια παρόμοια περιγραφή βρέθηκε πάνω σε Σουμεριακές πλάκες, οι οποίες είναι τα αρχαιότερα γραπτά κείμενα που έχουν ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα.

Ποια είναι η πιο αυθεντική περιγραφή του Κατακλυσμού; Η απάντηση είναι εύκολη. Ο Καθηγητής Gleason Archer παρατηρεί πως οι διαφορές μεταξύ των διηγήσεων του Γιλγαμές και της Γένεσης είναι πολύ μεγάλες για να επιτρέψουν στη μία να έχει δανειστεί από την άλλη. «Η καθαρή αντιπαραβολή μεταξύ των καβγατζήδων, άπληστων θεών του Βαβυλωνιακού πάνθεου που οδηγούνται από τα πάθη τους και της μεγαλειώδους αγιότητας του Ιεχωβά είναι πολύ έντονη και σημαντική», γράφει. «Παρόμοια η πλήρης απιθανότητα μίας κιβωτού με τη μορφή κύβου και ο κατακλυσμός όλου του κόσμου απλώς από μία βροχή δεκατεσσάρων ημερών [σύμφωνα με το Έπος του Γιλγαμές] στέκονται σε πλήρη αντίθεση με τις διαστάσεις της κιβωτού που είναι σύμφωνες με τους κανόνες ναυπηγικής και με τη βαθμιαία υποχώρηση των υδάτων, όπως περιγράφεται στο Βιβλικό αρχείο».[3]

Είναι σαφές ότι το «Έπος του Γιλγαμές» περιγράφει τα αρχικά γεγονότα του Κατακλυσμού με πολλές όμως αλλοιώσεις.

Αυτές οι αρχαίες πλάκες δεν είναι καθόλου η μόνη εξωβιβλική αναφορά που υπάρχει σχετικά με τον Κατακλυσμό. Ένας τολμηρός ιστορικός, ο Aaron Smith, λέγεται ότι υπομονετικά καταμέτρησε όλες τις αφηγήσεις τις σχετικές με τον Κατακλυσμό: συνάντησε περίπου 80.000 έργα σε 72 γλώσσες.[4]

Σίγουρα αν ο Κατακλυσμός του Νώε ήταν ένα απλό τοπικό γεγονός που επηρέασε τους ανθρώπους μιας περιορισμένης γεωγραφικής περιοχής, η επίδρασή του δεν θα είχε χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη τόσο πολλών απομακρυσμένων λαών.

Ένας ιστορικός παρατηρεί: «Οι Σουμέριοι, οι Βαβυλώνιοι και οι Ασσύριοι της Μεσοποταμίας θα ήταν αναμενόμενο να έχουν μία παρόμοια παράδοση με εκείνη των Εβραίων, αφού ζούσαν τόσο κοντά στην υποτιθέμενη θέση του προκατακλυσμιαίου πολιτισμού... Αλλά τι μπορούμε να πούμε για το θρύλο του Μανού που διατηρήθηκε στους Ινδουιστές... ή για τον Φα-χε στους Κινέζους... ή για τον Νου-ου στους κατοίκους της Χαβάης ή για τον Τέζπι στους Ινδιάνους του Μεξικού;... Όλοι αυτοί συμφωνούν ότι όλο το ανθρώπινο γένος καταστράφηκε από μία μεγάλη πλημμύρα (που παρουσιάζεται συνήθως ως παγκόσμια) και η οποία ήταν αποτέλεσμα της θεϊκής δυσαρέσκειας απέναντι στην ανθρώπινη αμαρτία, και ότι μόνον ένας άνθρωπος με την οικογένειά του ή πολλοί λίγοι φίλοι επέζησαν της καταστροφής χρησιμοποιώντας ένα καράβι ή μία σχεδία ή ένα μεγάλο κανό, κάποιου είδους πλεούμενο».[5]

Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΒΑΒΕΛ
«Και ο ένας είπε στον άλλον: Ελάτε, ας κάνουμε πλίνθους, και ας τους ψήσουμε σε φωτιά. Και ο μεν πλίνθος τους χρησίμευσε αντί για πέτρα, η δε άσφαλτος τους χρησίμευσε αντί για πηλό. Και είπαν: Ελάτε, ας κτίσουμε για μας μια πόλη και έναν πύργο, που η κορυφή του να φτάνει μέχρι τον ουρανό...» (Γένεση 11:3-4).

Πολλοί από μας έχουμε ακούσει για τον Πύργο της Βαβέλ, αλλά λίγοι γνωρίζουμε σχετικά με της δυνατές μαρτυρίες που υπάρχουν πίσω από τη διήγηση της Βίβλου.

Εκσκαφές στο Ιράκ στην αρχή του 20ου αιώνα αποκάλυψαν ότι υπήρχε κάποτε στη Βαβυλώνα ένας τεράστιος πύργος. Ο Werner Keller γράφει: «Το 1899 η Γερμανική Ανατολική Εταιρεία έστειλε μία μεγάλη αποστολή υπό την καθοδήγηση του Αρχιτέκτονα Καθηγητή Robert Coldway, να εξετάσει τον διάσημο ερειπωμένο γήλοφο Babel στον Ευφράτη. Οι εκσκαφές, της πήραν περισσότερο χρόνο από οπουδήποτε αλλού. Σε δεκαοχτώ χρόνια η πιο διάσημη μητρόπολη του αρχαίου κόσμου, η βασιλική έδρα του Ναβουχοδονόσορ, ήρθε στο φως, και ταυτόχρονα, ένα από τα Επτά Θαύματα του Κόσμου, οι ‘Κρεμαστοί Κήποι’... και ο ‘Ε-τεμέν-αν-κι’, ο διάσημος Πύργος της Βαβέλ... Η τεχνική διάστρωσης πλίνθων που περιγράφεται στη Βίβλο ότι χρησιμοποιήθηκε για το χτίσιμο του Πύργου της Βαβέλ ανταποκρίνεται πλήρως στα ευρήματα των αρχαιολόγων. Την επιβεβαίωσαν οι έρευνες, στην πραγματικότητα για την κατασκευή χρησιμοποιήθηκαν μόνον ασφαλτωμένοι πλίνθοι, ιδιαίτερα για τα θεμέλια. Αυτό ήταν εντελώς απαραίτητο για την ασφάλεια του οικοδομήματος σύμφωνα με τους κανόνες δόμησης... Τα θεμέλια και η λιθοδομή γίνονταν στεγανά, και ανθεκτικά στην υγρασία με άσφαλτο... Επτά επίπεδα, ‘επτά τετράγωνα’, υψώνονταν το ένα πάνω απ’ το άλλο. Μία μικρή πλάκα που ανήκε σε έναν αρχιτέκτονα βρέθηκε στο ναό και αναφέρει ρητά ότι το μήκος, το πλάτος και το ύψος ήταν ίσα... Το μήκος των πλευρών στη βάση είναι μάλλον μεγαλύτερο από 290 πόδια (88,5 μέτρα). Οι αρχαιολόγοι το μέτρησαν 295 πόδια (90 μέτρα). Σύμφωνα μ’ αυτό ο πύργος πρέπει να είχε ύψος 300 πόδια (91,5 μέτρα)».[6]

Αυτό σημαίνει ότι ο πύργος υψωνόταν σε ύψος όσο ένα κτίριο 30 ορόφων.

Παραπέρα έρευνα έχει αποκαλύψει ότι ο αρχικός πύργος καταστράφηκε και ότι στην ίδια τοποθεσία αναγέρθηκε ένας παρόμοιος πύργος την εποχή του Ναβουχοδονόσορ.

Ο D.J.Wiseman, καθηγητής της Ασσυριολογίας, εξηγεί: «Ο πύργος καταστράφηκε σοβαρά στον πόλεμο του 652-648 π.Χ. αλλά αποκαταστάθηκε πάλι από τον Ναβουχοδονόσορ Β' (605-562 π.Χ.). Ήταν αυτό το κτίριο, μέρος του οποίου ανακαλύφθηκε από τον Coldway το 1899, το οποίο περιγράφεται από τον Ηρόδοτο στη διάρκεια της επίσκεψής του περί το 460 π.Χ.... Το επίπεδο της βάσης [του μεταγενέστερου πύργου] είχε διαστάσεις 90x90 μέτρα και ύψος 33 μέτρα... Το ζιγκουράτ [ιερός πύργος] στη Βαβυλώνα κατεδαφίστηκε από τον Ξέρξη το 472 π.Χ., και παρόλο που ο Αλέξανδρος καθάρισε τα μπάζα πριν την αποκατάσταση που προγραμμάτιζε, αυτή ματαιώθηκε με το θάνατό του. Στη συνέχεια, οι πλίνθοι αφαιρέθηκαν από της ντόπιους, και σήμερα η τοποθεσία του Ετεμενάνκι είναι ένας λάκκος με τόσο βάθος όσο ύψος είχε η αρχική κατασκευή».[7]

Οι ιεροί πύργοι ήταν συνηθισμένοι στη Μεσοποταμία. Μέχρι τώρα, έχουν βρεθεί τα ερείπια 35 τέτοιων κατασκευών. Ο πρώτος που βρέθηκε ήταν εκείνος στη Βαβέλ.

Και υπάρχουν και πολλά άλλα συναρπαστικά αρχαιολογικά ευρήματα τα οποία έχουν βοηθήσει στο να επιβεβαιώσουν και να ρίξουν φως στο βιβλίο της Γένεσης.

Από αυτή τη σύντομη επισκόπηση, μπορούμε να δούμε το φως που έχει ρίξει η αρχαιολογία πάνω σε ερωτήματα σχετικά με την ακρίβεια των διηγήσεων της Βίβλου. Αν και αυτοί που αμφιβάλουν, πάντοτε θα βρίσκουν αφορμές για να αμφισβητούν την αλήθεια του Λόγου του Θεού, τώρα πλέον όλο και λιγότεροι αμφιβάλουν για της ιστορικές δηλώσεις της Αγίας Γραφής.
Μario Seiglie

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] A. Noordtzy, Bibliotheca Sacra, Vol. 98-99, σσ. 388-390, 1940-41.
[2] Prophets, Idols and Diggers, 1960, σ. 16.
[3] A Survey of Old Testament Introduction, 1974, σ. 211.
[4] Werner Keller, The Bible as History, 1980, σ. 38.
[5] Archer, σ. 209.
[6] The Bible as History, 1980, σελίδες 302, 317-8.
[7] New Bible Dictionary, 1982, σ. 111.

Δεν υπάρχουν σχόλια: